- εγκαρτερώ
- εγκαρτέρησα, αμτβ., υπομένω με καρτερία, κάνω υπομονή, είμαι υπομονετικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγκαρτερώ — (AM ἐγκαρτερῶ, έω) 1. υπομένω καρτερικά 2. περιμένω κάτι αρχ. 1. μένω ατάραχος στα παθήματα 2. επιμένω σε κάτι … Dictionary of Greek
ανατλήναι — ἀνατλῆναι (Α) απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην) εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην τού ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα… … Dictionary of Greek
διακαρτερώ — (Α διακαρτερῶ ( έω) (AM) 1. υπομένω, κάνω υπομονή, εγκαρτερώ 2. υποφέρω κάτι με καρτερία … Dictionary of Greek
διεγκαρτερώ — διεγκαρτερῶ ( έω) (Μ) [εγκαρτερώ] καρτερώ για πολύ καιρό … Dictionary of Greek
εγκρατώ — ἐγκρατῶ ( έω) (Α) 1. έχω στην εξουσία μου, κρατώ, εξουσιάζω 2. εγκαρτερώ* … Dictionary of Greek
μακροθυμώ — (AM μακροθυμῶ, έω) [μακρόθυμος] 1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ) 2. είμαι ανεξίκακος, επιεικής μσν. περιμένω υπομονητικά αρχ. 1. αργώ να έλθω σε… … Dictionary of Greek
προσταλαιπωρώ — έω, ΜΑ (ως αμτβ.) υφίσταμαι ταλαιπωρίες καρτερικά, εγκαρτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ταλαιπωρῶ «κουράζω, καταπονώ»] … Dictionary of Greek